γλαυκοειδής

γλαυκοειδής
ης, ες см. γλαυκόχρους

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γλαυκοειδής" в других словарях:

  • γλαυκοειδής — grey masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκοειδής — ές (Μ γλαυκοειδής, ές) αυτός που έχει χρώμα προς το γλαυκό νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) γλαυκοειδή, τα ονομασία τών πτηνών τής τάξης τών Στριγγόμορφων, τών γλαυκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Το νεοελλ. ουσ. γλαυκοειδή, τα < γλαυξ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»